- βλακόμετρο
- τοεκείνος που μπορεί να χρησιμεύσει ως μέτρο βλακείας, ο πολύ βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαξ (-κός) + μετρό. Η λ. βλακόμετρον, το μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλακόμετρο — το αυτός που λειτουργεί ως πρότυπο βλάκα, που χρησιμεύει ως μέτρο βλακείας: Ο Γιώργος είναι σωστό βλακόμετρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek